Χαλδαικά

Χαλδαικά
Χαλδαικός
Chaldaean
neut nom/voc/acc pl
Χαλδαικά̱ , Χαλδαικός
Chaldaean
fem nom/voc/acc dual
Χαλδαικά̱ , Χαλδαικός
Chaldaean
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Χαλδαικάς — Χαλδαικά̱ς , Χαλδαικός Chaldaean fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Chaldäische Orakel — (griechisch λόγια Χαλδαικά lógia Chaldaiká) ist eine erstmals im 5. Jahrhundert bezeugte Bezeichnung für ein antikes religiöses Lehrgedicht (oder eine Sammlung von Gedichten) in griechischer Sprache. Es behandelt die Kosmologie und die… …   Deutsch Wikipedia

  • Oracles chaldaïques — Les Oracles chaldaïques (Χαλδαϊκά λογία) ou Oracles chaldéens sont un recueil d oracles de théurgie (magie supérieure), publié en grec, vers 170 (sous l empereur romain Marc Aurèle), par Julien le Théurge, le premier à être nommé… …   Wikipédia en Français

  • Oracles chaldéens — Oracles chaldaïques Les Oracles chaldaïques (Χαλδαϊκά λογία) ou Oracles chaldéens sont un recueil d oracles de théurgie (magie supérieure), publié en grec, vers 170 (sous l empereur romain Marc Aurèle), par Julien le Théurge, le premier à être… …   Wikipédia en Français

  • БЕРОС —    • Berōsus,          Βηρωσός, родился, вероятно, во время Александра Великого в Вавилоне, был жреческого рода и жил еще во время Птолемея II. Он был, без сомнения, хорошим знатоком истории своего и других восточных народов, равно как и… …   Реальный словарь классических древностей

  • κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Κεφτιού — Αρχαίος λαός της μεσογειακής λεκάνης. Οι Αιγύπτιοι της 18ης δυναστείας διατηρούσαν εμπορικές σχέσεις με τους Κ. και τους θεωρούσαν Φοίνικες. Στην πραγματικότητα, οι Κ. ήταν Ετεοκρήτες, δηλαδή προέλληνες κάτοικοι της Κρήτης, οι οποίοι προέρχονταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”